- εὐτραπελίζομαι
- εὐτραπελίζομαιjocorpres ind mp 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ευτραπελίζομαι — εὐτραπελίζομαι (Α) [ευτράπελος] παίζω, χαριεντίζομαι … Dictionary of Greek
εὐτραπελιζόμενοι — εὐτραπελίζομαι jocor pres part mp masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευτράπελος — η, ο (ΑΜ εὐτράπελος, ον Μ και εὐτράπηλος, ον) 1. (για πρόσ.) αυτός που αστειεύεται χαριτωμένα, με ευφυΐα, ο πνευματώδης, ο χαριτολόγος 2. γελοίος (α. «εὐτράπελόν ἐστι» β. «αυτά που λες είναι ευτράπελα») νεοελλ. 1. (για λόγο, ενέργεια ή κατάσταση) … Dictionary of Greek
ευτραπελισμός — εὐτραπελισμός, ὁ (Α) [ευτραπελίζομαι] πείραγμα που γίνεται χάριν αστείου, σκώμμα … Dictionary of Greek